- εὐόμαλος
- εὐόμᾰλος, ον,A level,
πεδία Agath.3.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδία Agath.3.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόμαλος — εὐόμαλος, ον (Μ) ομαλός («τὰ πεδία εὐόμαλά τε ἀγαθὰ ἐστρατοπεδεύσασθαι», Αγαθ.) … Dictionary of Greek